θηροκτόνοις

θηροκτόνοις
θηροκτόνος
killing wild beasts
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηροκτόνος — θηροκτόνος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τής Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα 2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» στο κυνήγι, Ευριπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • φονή — ἡ, Α (ποιητ. τ.) συν. στον πληθ. 1. σφαγή, φόνος, φονικό, μακελλειό (α. «τόν δ ἐν φοναῑς καλῶς πεσόντα», Αισχύλ. β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. τόπος σφαγής, θέση σκοτωμού, πεδίο μάχης 3. σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο πτώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”